- μελιστάλαχτο
- bal gibi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μελιστάλαχτος — η, ο 1. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μελιστάλαχτο χαμόγελο»). επίρρ... μελιστάλαχτα με μελιστάλαχτο, γλυκύτατο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Φραγκ. Σκούφο] … Dictionary of Greek